ασβεστάδικο

ασβεστάδικο
το
το καμίνι όπου φτιάχνεται το ασβέστι ή το κατάστημα που αυτό πουλιέται.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ασβεστάδικο — το 1. το ασβεστοκάμινο 2. το κατάστημα που πουλά ασβέστη …   Dictionary of Greek

  • ασβεστοκάμινο — το καμίνι μέσα στο οποίο ψήνουν ασβεστόλιθους, ασβεστάδικο, ασβεσταριό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”